- φιλοβασιλικός
- -ή, -ό1. αυτός που αγαπάει τη βασιλεία, ο οπαδός του βασιλικού θεσμού, ο βασιλόφρονας, ο βασιλικός: Φιλοβασιλικοί ψηφοφόροι.2. αυτός που γίνεται για έκφραση αγάπης προς το βασιλιά: Φιλοβασιλικές εκδηλώσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.